- βαρυδότειρα
- βᾰρῠ-δότειρα, ἡ,A giver of ill gifts,
Μοῖρα A.Th.977
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μοῖρα A.Th.977
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυδότειρα — βαρυδότειρα, η (Α) φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
βαρυδότειρα — giver of ill gifts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek